↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνηλικιώτης οι συνηλικιώτες
      γενική του συνηλικιώτη των συνηλικιωτών
    αιτιατική τον συνηλικιώτη τους συνηλικιώτες
     κλητική συνηλικιώτη συνηλικιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνηλικιώτης < ελληνιστική κοινή συνηλικιώτης < αρχαία ελληνική σύν + ἡλικιώτης < ἡλικία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνηλικιώτης αρσενικό (θηλυκό συνηλικιώτισσα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία