συνηλικιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνηλικιώτης < ελληνιστική κοινή συνηλικιώτης < αρχαία ελληνική σύν + ἡλικιώτης < ἡλικία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνηλικιώτης αρσενικό (θηλυκό συνηλικιώτισσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνηλικιώτης
|
Πηγές
επεξεργασία- συνηλικιώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνηλικιώτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)