Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνηλικιώτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνηλικιώτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία