συνηλικιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνηλικιώτισσα < συνηλικιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνηλικιώτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συνηλικιώτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνηλικιώτισσα
|
συνηλικιώτισσα θηλυκό
|