Δείτε επίσης: ηλικία, ἡλικίᾳ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡλικί αἱ ἡλικίαι
      γενική τῆς ἡλικίᾱς τῶν ἡλικιῶν
      δοτική τῇ ἡλικί ταῖς ἡλικίαις
    αιτιατική τὴν ἡλικίᾱν τὰς ἡλικίᾱς
     κλητική ! ἡλικί ἡλικίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡλικί
γεν-δοτ τοῖν  ἡλικίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡλικία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé[1] [2] [3] [4](ἑός) (+ *h₂el-: μεγαλώνω, αναπτύσσομαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡλικία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  1. ἧλιξ - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. ηλικία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, λήμμα: ἧλιξ
  4. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας. , λήμμα: ἧλιξ