γηρατειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γηρατειά | ||
γενική | των | γηρατειών | ||
αιτιατική | τα | γηρατειά | ||
κλητική | γηρατειά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γηρατειά < γερατειά < μεσαιωνική ελληνική γερατειά < γερατεία < γέρατα < αρχαία ελληνική γῆρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵerh₂- (με επίδραση τού γέρατα, πληθυντικός αριθμός του γέρας)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.ɾaˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γη‐ρα‐τειά
Ουσιαστικό επεξεργασία
γηρατειά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η χρονική περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος φτάνει σε μια μεγαλύτερη ηλικία
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ηλικιωμένων ανθρώπων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Γήρας στη Βικιπαίδεια
- γηρατειά στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
γηρατειά
|