γεροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γεροσύνη < μεσαιωνική ελληνική γεροσύνη < γέρ(ος) + -οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεροσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεροσύνη
|