στερνά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστερνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το τέλος και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια ή οι τελευταίες στιγμές κάποιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερνά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστερνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στερνό