σπερνά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σπερνά | ||
γενική | των | σπερνών | ||
αιτιατική | τα | σπερνά | ||
κλητική | σπερνά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπερνά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπερνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) τα κόλλυβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερνά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασπερνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπερνός