σπερνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπερνός | η | σπερνή | το | σπερνό |
γενική | του | σπερνού | της | σπερνής | του | σπερνού |
αιτιατική | τον | σπερνό | τη | σπερνή | το | σπερνό |
κλητική | σπερνέ | σπερνή | σπερνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπερνοί | οι | σπερνές | τα | σπερνά |
γενική | των | σπερνών | των | σπερνών | των | σπερνών |
αιτιατική | τους | σπερνούς | τις | σπερνές | τα | σπερνά |
κλητική | σπερνοί | σπερνές | σπερνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπερνός < → λείπει η ετυμολογία