εσπερινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσπερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσπερινός
Επίθετο επεξεργασία
εσπερινός, -ή, -ό
- που συμβαίνει το βράδυ ή σχετίζεται με αυτό
- εσπερινά γυμνάσια λέγονταν τα βραδινά ή νυχτερινά σχολεία, στα οποία πήγαιναν τα εργαζόμενα παιδιά
- εσπερινές λέγονταν οι ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας και άλλων πόλεων που μετά ονομάστηκαν "απογευματινές", σε αντιδιαστολή προς τις πρωινά φύλλα που τυπώνονταν νωρίτερα.
- (ουσιαστικοποιημένο) ο Εσπερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη κατά τη δύση του ήλιου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εσπέρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εσπερινός αρσενικό
- (θρησκεία) εκκλησιαστική λειτουργία, που γίνεται κατά τη δύση του ήλιου και σηματοδοτεί την έναρξη της επόμενης ημέρας