εσπερινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσπερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσπερινός
Επίθετο
επεξεργασίαεσπερινός, -ή, -ό
- που συμβαίνει το βράδυ ή σχετίζεται με αυτό
- εσπερινά γυμνάσια λέγονταν τα βραδινά ή νυχτερινά σχολεία, στα οποία πήγαιναν τα εργαζόμενα παιδιά
- εσπερινές λέγονταν οι ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας και άλλων πόλεων που μετά ονομάστηκαν "απογευματινές", σε αντιδιαστολή προς τις πρωινά φύλλα που τυπώνονταν νωρίτερα.
- (ουσιαστικοποιημένο) ο Εσπερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη κατά τη δύση του ήλιου
- (ουσιαστικοποιημένο) ακολουθία της χριστιανικής παράδοσης με ψαλμούς, ύμνους και προσευχές και τελείται το απόγευμα (την εσπέρα). Είναι η πρώτη ακολουθία της ημέρας.
- ※ ..του Ευαγγελίου και των Πράξεων, βασίζεται στην παράδοση, που αποτυπώθηκε στην υμνολογία (στιχηρά του Εσπερινού) και στο Συναξάριο της Αναλήψεως, όπως επίσης και στον Βίο της Παναγίας του ιερομονάχου Επιφανίου. (Εικόνες της Κρητικής τέχνης από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, επιμ. Μανόλης Μπουρμπουδάκης, 2004, σελ. 367)
- ≈ συνώνυμα: Λυχνικόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εσπέρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσπερινός αρσενικό
- (θρησκεία) εκκλησιαστική λειτουργία, που γίνεται κατά τη δύση του ήλιου και σηματοδοτεί την έναρξη της επόμενης ημέρας