vespéral
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vespéral | vespéraux |
θηλυκό | vespérale | vespérales |
vespéral (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vespéral | vespéraux |
θηλυκό | vespérale | vespérales |
vespéral (fr)