υμνολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υμνολογία < ελληνιστική κοινή ὑμνολογία < αρχαία ελληνική ὕμνος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υμνολογία θηλυκό
- η μελέτη των ύμνων της εκκλησίας
- αναφορά, συλλογικά, σε/στους ύμνους της εκκλησίας
- ※ ..του Ευαγγελίου και των Πράξεων, βασίζεται στην παράδοση, που αποτυπώθηκε στην υμνολογία (στιχηρά του Εσπερινού) και στο Συναξάριο της Αναλήψεως, όπως επίσης και στον Βίο της Παναγίας του ιερομονάχου Επιφανίου. (Εικόνες της Κρητικής τέχνης από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, επιμ. Μανόλης Μπουρμπουδάκης, 2004, σελ. 367)
- άλλη μορφή του υμνολόγηση
- (οικείο) ύμνος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υμνολογία
|