posttagmeza
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- posttagmeza < post (μετά) + tagmeza (μεσημεριανός)
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | posttagmeza | posttagmezaj |
αιτιατική | posttagmezan | posttagmezajn |
posttagmeza (eo)
- posttagmezaj aktivecoj - απογευματινές δραστηριότητες