Εσπερινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εσπερινός | ||
γενική | του | Εσπερινού | ||
αιτιατική | τον | Εσπερινό | ||
κλητική | Εσπερινέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εσπερινός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό «εσπερινός»
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕσπερινός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Εσπερινός