υστερνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υστερνός | η | υστερνή | το | υστερνό |
γενική | του | υστερνού | της | υστερνής | του | υστερνού |
αιτιατική | τον | υστερνό | την | υστερνή | το | υστερνό |
κλητική | υστερνέ | υστερνή | υστερνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υστερνοί | οι | υστερνές | τα | υστερνά |
γενική | των | υστερνών | των | υστερνών | των | υστερνών |
αιτιατική | τους | υστερνούς | τις | υστερνές | τα | υστερνά |
κλητική | υστερνοί | υστερνές | υστερνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υστερνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαυστερνός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υστερνός
|