πίλων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πίλων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του πίλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πίλων
- γενική πληθυντικού του πῖλος
πίλων αρσενικό
πίλων