πίλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πίλημα | τα | πιλήματα |
γενική | του | πιλήματος | των | πιλημάτων |
αιτιατική | το | πίλημα | τα | πιλήματα |
κλητική | πίλημα | πιλήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίλημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πίλημα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐λη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίλημα ουδέτερο
- (ύφασμα) είδος υφάσματος από συμπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κετσές, τσόχα
- καστόρι
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε μάζα από ομοειδή ή ετερόκλητα στοιχεία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πίλημα
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῑληματ- | |||||
ονομαστική | τὸ | πίλημᾰ | τὰ | πιλήμᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | πιλήμᾰτος | τῶν | πιλημᾰ́των | |
δοτική | τῷ | πιλήμᾰτῐ | τοῖς | πιλήμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | πίλημᾰ | τὰ | πιλήμᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | πίλημᾰ | πιλήμᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιλήμᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πιλημᾰ́τοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπίλημα, -ατος ουδέτερο
- κάτι που έχει συμπιεστεί
- (ύφασμα) πίλημα
- (συνεκδοχικά) καπέλο που έχει κατασκευαστεί από το ύφασμα αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πιλέω και πῖλος
Πηγές
επεξεργασία- πίλημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πίλημα σελ.5817 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)