πίλημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πίλημα | τα | πιλήματα |
γενική | του | πιλήματος | των | πιλημάτων |
αιτιατική | το | πίλημα | τα | πιλήματα |
κλητική | πίλημα | πιλήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πίλημα < αρχαία ελληνική πίλημα < πιλέω < πῖλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pil- (τρίχα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πίλημα ουδέτερο
- είδος υφάσματος από συμπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κετσές, τσόχα
- καστόρι
- (κατ' επέκταση) οποιαδήποτε μάζα από ομοειδή ή ετερόκλητα στοιχεία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πίλημα