φυτοπίλημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυτοπίλημα < φυτό + -ο- + πίλημα (< αρχαία ελληνική πίλημα < πιλέω < πῖλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pil-: τρίχα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυτοπίλημα ουδέτερο
- πίλημα από φυτικά υπολείμματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυτοπίλημα
|