καστόρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καστόρι | τα | καστόρια |
γενική | του | καστοριού | των | καστοριών |
αιτιατική | το | καστόρι | τα | καστόρια |
κλητική | καστόρι | καστόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καστόρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική castoro + -ι. Συγκρίνετε με το γαλλικό (αντιδάνειο) καστόρ < αρχαία ελληνική κάστωρ [1]
- Κατ' άλλη άποψη, [2] (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καστόριν / -ιον < ελληνιστική κοινή καστόριον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈsto.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στό‐ρι}}
Επίθετο
επεξεργασίακαστόρι άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαστόρι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάστορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία καστόρι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καστόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «κάστορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.