Δείτε επίσης: Κάστορας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάστορας οι κάστορες
      γενική του κάστορα των καστόρων
    αιτιατική τον κάστορα τους κάστορες
     κλητική κάστορα κάστορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σκίτσο κάστορα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάστορας < αρχαία ελληνική κάστωρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.sto.ras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐στο‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάστορας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία