Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
castor castors

castor (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο κάστορας



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

castor (ro) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο κάστορας