μακραίωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακραίωνος < αρχαία ελληνική μακραίων < μακρός + αἰών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈkɾe.o.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κραί‐ω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαμακραίωνος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακραίωνος
|