μακραίων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακραίων < αρχαία ελληνική μακραίων
Επίθετο
επεξεργασίαμακραίων αρσενικό ή θηλυκό (γενική: μακραίωνος)
- που διαρκεί πολλούς αιώνες
- Η Ελλάδα κατά τη μακραίωνα ιστορία της...
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακραίων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμακραίων αρσενικό ή θηλυκό