αἰών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰών | οἱ | αἰῶνες |
γενική | τοῦ | αἰῶνος | τῶν | αἰώνων |
δοτική | τῷ | αἰῶνῐ | τοῖς | αἰῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | αἰῶνᾰ | τοὺς | αἰῶνᾰς |
κλητική ὦ! | αἰών | αἰῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίααἰών < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἰών, -ῶνος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- αἰών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.