καπελάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καπελάς | οι | καπελάδες |
γενική | του | καπελά | των | καπελάδων |
αιτιατική | τον | καπελά | τους | καπελάδες |
κλητική | καπελά | καπελάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπελάς < καπέλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπελάς (θηλυκό: καπελού)