Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπιλῶ < λείπει η ετυμολογία

συμπιλῶ

  • συμπιέζω (ίνες)
    ἑκάστη θρὶξ ψυχθεῖσα συνεπιλήθη. (Πλάτων, Τιμεύς, 76c)