Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκσφενδονισμένος η εκσφενδονισμένη το εκσφενδονισμένο
      γενική του εκσφενδονισμένου της εκσφενδονισμένης του εκσφενδονισμένου
    αιτιατική τον εκσφενδονισμένο την εκσφενδονισμένη το εκσφενδονισμένο
     κλητική εκσφενδονισμένε εκσφενδονισμένη εκσφενδονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκσφενδονισμένοι οι εκσφενδονισμένες τα εκσφενδονισμένα
      γενική των εκσφενδονισμένων των εκσφενδονισμένων των εκσφενδονισμένων
    αιτιατική τους εκσφενδονισμένους τις εκσφενδονισμένες τα εκσφενδονισμένα
     κλητική εκσφενδονισμένοι εκσφενδονισμένες εκσφενδονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκσφενδονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκσφενδονίζω

  Μετοχή επεξεργασία

εκσφενδονισμένος, -η, -ο

  1. τιναγμένος απότομα και δυνατά
  2. βρισκόμενος σε τροχιά, έχοντας μεγάλη ορμή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία