εκσφενδονισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκσφενδονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκσφενδονίζω
Μετοχή επεξεργασία
εκσφενδονισμένος, -η, -ο
- τιναγμένος απότομα και δυνατά
- βρισκόμενος σε τροχιά, έχοντας μεγάλη ορμή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εκσφενδονίζω και σφεντόνα