↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεφταστέρι τα πεφταστέρια
      γενική του πεφταστεριού των πεφταστεριών
    αιτιατική το πεφταστέρι τα πεφταστέρια
     κλητική πεφταστέρι πεφταστέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεφταστέρι < πέφτ(ει) + αστέρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεφταστέρι ουδέτερο

  • (αστρονομία, λαϊκότροπο) κοινή ονομασία για τον διάττοντα αστέρα: ο μικρός μετεωροειδής που λάμπει καθώς έρχεται με ταχύτητα σε επαφή με την ατμόσφαιρα της γης και αναφλέγεται
    ⮡  Α! Πεφταστέρι! Κάνε γρήγορα μια ευχή!
    ※  Η λάμψη των πράσινων ματιών του είχε χαθεί κι έμοιαζε με εκείνα τα μακρινά πεφταστέρια που εκρήγνυνται ακθαμβωτικά στον σκοτεινό ουρανό, διαγράφουν μια φωτεινή τροχιά, για να σβήσουν απαλά μέσα στη νύχτα (Μάκης Καραγιάννης, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, εκδ. Μεταίχμιο, 2023)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

αρσενικά:

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πεφταστέριΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)