Δείτε επίσης: ἀκοντισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακοντισμός οι ακοντισμοί
      γενική του ακοντισμού των ακοντισμών
    αιτιατική τον ακοντισμό τους ακοντισμούς
     κλητική ακοντισμέ ακοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αθλητής του ακοντισμού (1934)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακοντισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκοντισμός (ρίξιμο ακοντίου)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kon.diˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κο‐ντι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακοντισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.