ακοντιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακοντιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκοντιστής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kon.diˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κο‐ντι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακοντιστής αρσενικό
- (αθλητισμός) αθλητής που ασχολείται με το άθλημα του ακοντισμού (θηλυκό ακοντίστρια)
- (ιστορία) στρατιώτης που είχε ασπίδα, ακόντιο και σπαθί