Ακόντιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ακόντιο | ||
γενική | του | Ακόντιου & Ακοντίου | ||
αιτιατική | το | Ακόντιο | ||
κλητική | Ακόντιο | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ακόντιο < ελληνιστική κοινή Ἀκόντιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈkon.di.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κό‐ντι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκόντιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- βουνό της Βοιωτίας
- χωριό της Βοιωτίας
- ≈ συνώνυμα: Βιδβάρδι, Μπισμπάρδι (πρώην ονομασία)
- εγκαταλελειμμένος οικισμός του νομού Καστοριάς