Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βιδβάρδι τα Βιδβάρδια
      γενική του Βιδβαρδιού των Βιδβαρδιών
    αιτιατική το Βιδβάρδι τα Βιδβάρδια
     κλητική Βιδβάρδι Βιδβάρδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βιδβάρδι < αρβανίτικη Bithbardhi[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viðˈvaɾ.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βιδ‐βάρ‐δι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βιδβάρδι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Bellusci, Antonio (1994). Ricerche e studi tra gli arberori dell'ellade. Centro ricerche socio-culturali G. Castriota. σελ. 34. 
  2. ΦΕΚ 179 Α, 30 Αυγούστου 1927