Δείτε επίσης: ἀκοντίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακοντίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκοντίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ακοντίζω

  1. τραυματίζω κάποιον με ακόντιο
  2. εξακοντίζω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ακόντιο

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία