Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καμάκωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καμάκωμα
τα
καμακώμα
τ
α
γενική
του
καμακώμα
τ
ος
των
καμακωμά
τ
ων
αιτιατική
το
καμάκωμα
τα
καμακώμα
τ
α
κλητική
καμάκωμα
καμακώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καμάκωμα
<
καμακώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καμάκωμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
καμακώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμάκωμα