Ετυμολογία

επεξεργασία
καμακώνω < καμάκι + -ώνω

καμακώνω (παθητική φωνή: καμακώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) χτυπάω ή τρυπάω με το καμάκι κάποιο αντικείμενο ή ζώο
  2. (μεταφορικά) φλερτάρω, κάνω κόρτε

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία