καμακιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαμακιάζω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καμακώνω
- ※ Ζαλισμένος ακόμα αναγύρισε στο πλευρό να σηκωθεί και τότε τον καμάκιασε στα πόδια ένας πόνος φοβερός. (Τάκης Αδάμος Όσο χτυπάει η καρδιά [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαμάκιαστος
- ακαμάκιστος
- → δείτε τη λέξη καμάκι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καμακιάζω | καμάκιαζα | θα καμακιάζω | να καμακιάζω | καμακιάζοντας | |
β' ενικ. | καμακιάζεις | καμάκιαζες | θα καμακιάζεις | να καμακιάζεις | καμάκιαζε | |
γ' ενικ. | καμακιάζει | καμάκιαζε | θα καμακιάζει | να καμακιάζει | ||
α' πληθ. | καμακιάζουμε | καμακιάζαμε | θα καμακιάζουμε | να καμακιάζουμε | ||
β' πληθ. | καμακιάζετε | καμακιάζατε | θα καμακιάζετε | να καμακιάζετε | καμακιάζετε | |
γ' πληθ. | καμακιάζουν(ε) | καμάκιαζαν καμακιάζαν(ε) |
θα καμακιάζουν(ε) | να καμακιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καμάκιασα | θα καμακιάσω | να καμακιάσω | καμακιάσει | ||
β' ενικ. | καμάκιασες | θα καμακιάσεις | να καμακιάσεις | καμάκιασε | ||
γ' ενικ. | καμάκιασε | θα καμακιάσει | να καμακιάσει | |||
α' πληθ. | καμακιάσαμε | θα καμακιάσουμε | να καμακιάσουμε | |||
β' πληθ. | καμακιάσατε | θα καμακιάσετε | να καμακιάσετε | καμακιάστε | ||
γ' πληθ. | καμάκιασαν καμακιάσαν(ε) |
θα καμακιάσουν(ε) | να καμακιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καμακιάσει | είχα καμακιάσει | θα έχω καμακιάσει | να έχω καμακιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καμακιάσει | είχες καμακιάσει | θα έχεις καμακιάσει | να έχεις καμακιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καμακιάσει | είχε καμακιάσει | θα έχει καμακιάσει | να έχει καμακιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καμακιάσει | είχαμε καμακιάσει | θα έχουμε καμακιάσει | να έχουμε καμακιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καμακιάσει | είχατε καμακιάσει | θα έχετε καμακιάσει | να έχετε καμακιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καμακιάσει | είχαν καμακιάσει | θα έχουν καμακιάσει | να έχουν καμακιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμακιάζω
|