πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βυθοκόρος οι βυθοκόροι
      γενική του βυθοκόρου των βυθοκόρων
    αιτιατική τον βυθοκόρο τους βυθοκόρους
     κλητική βυθοκόρε βυθοκόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βυθοκόρος σε γερμανικό ποτάμι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βυθοκόρος θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
Το λεξικό Τριανταφυλλίδη το κατατάσσει ως αρσενικό.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία