Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσχωματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσχωματικ
ός
η
προσχωματικ
ή
το
προσχωματικ
ό
γενική
του
προσχωματικ
ού
της
προσχωματικ
ής
του
προσχωματικ
ού
αιτιατική
τον
προσχωματικ
ό
την
προσχωματικ
ή
το
προσχωματικ
ό
κλητική
προσχωματικ
έ
προσχωματικ
ή
προσχωματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσχωματικ
οί
οι
προσχωματικ
ές
τα
προσχωματικ
ά
γενική
των
προσχωματικ
ών
των
προσχωματικ
ών
των
προσχωματικ
ών
αιτιατική
τους
προσχωματικ
ούς
τις
προσχωματικ
ές
τα
προσχωματικ
ά
κλητική
προσχωματικ
οί
προσχωματικ
ές
προσχωματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσχωματικός
<
πρόσχωμα
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
προσχωματικός
-ή -ό
αυτός που σχετίζεται με την
πρόσχωση
ή με το
πρόσχωμα
προσχωματικά
έργα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
προσχωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσχωματικός
ισπανικά
:
sedimentario
(es)
,
aluvial
(es)
πολωνικά
:
aluwialny
(pl)