↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσχωση οι προσχώσεις
      γενική της πρόσχωσης* των προσχώσεων
    αιτιατική την πρόσχωση τις προσχώσεις
     κλητική πρόσχωση προσχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόσχωση < αρχαία ελληνική πρόσχωσις < προσχώννῡμι / προσχωννύω < χώννῡμι / χόω / χωννύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόσχωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία