πρόσχωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσχωση | οι | προσχώσεις |
γενική | της | πρόσχωσης* | των | προσχώσεων |
αιτιατική | την | πρόσχωση | τις | προσχώσεις |
κλητική | πρόσχωση | προσχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόσχωση < αρχαία ελληνική πρόσχωσις < προσχώννῡμι / προσχωννύω < χώννῡμι / χόω / χωννύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόσχωση θηλυκό
- η απόθεση στερεών υλικών, κυρίως χώμα, από τα νερά των ποταμών, τους παγετώνες ή και τον άνεμο που οδηγεί στο σχηματισμό νέων εκτάσεων γης ή την επέκταση αυτών που ήδη υπάρχουν