πρόσχωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσχωμα < αρχαία ελληνική πρόσχωμα < προσχώννυμι < πρός + χώννυμι / χόω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσχωμα ουδέτερο
- το χώμα ή όποιο άλλο γαιώδες υλικό σωρεύεται από τις προσχώσεις αλλά και η έκταση που αυτό καλύπτει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προσχώνω