Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκβάθυνση οι εκβαθύνσεις
      γενική της εκβάθυνσης* των εκβαθύνσεων
    αιτιατική την εκβάθυνση τις εκβαθύνσεις
     κλητική εκβάθυνση εκβαθύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβαθύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβάθυνση < εκβαθύν(ω) + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ekˈva.θin.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐βά‐θυν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκβάθυνση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκβαθύνω, οι εργασίες που γίνονται για να γίνει ένας χώρος βαθύτερος
    εκβάθυνση κοίτης ποταμού
    άρχισαν οι εργασίες εκβάθυνσης του λιμανιού, ώστε να ελλιμενίζονται πλοία μεγάλου βυθίσματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία