Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβαθύνω < μεσαιωνική ελληνική εκβαθύνω < εκ- + βαθύνω < αρχαία ελληνική βαθύνω < βαθύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.vaˈθi.no/

  Ρήμα επεξεργασία

εκβαθύνω (παθητική φωνή: εκβαθύνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία