Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυθοκόρημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βυθοκόρημα
τα
βυθοκορήμα
τ
α
γενική
του
βυθοκορήμα
τ
ος
των
βυθοκορημά
τ
ων
αιτιατική
το
βυθοκόρημα
τα
βυθοκορήμα
τ
α
κλητική
βυθοκόρημα
βυθοκορήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυθοκόρημα
<
βυθοκορώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βυθοκόρημα
ουδέτερο
ό,τι
καθαρίζει ή ανασύρει η
βυθοκόρος
(
λάσπη
,
πέτρες
κ.λπ.
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βυθοκόρος
και
βυθός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυθοκόρημα