βυθοκόρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βυθοκόρηση | οι | βυθοκορήσεις |
γενική | της | βυθοκόρησης* | των | βυθοκορήσεων |
αιτιατική | τη | βυθοκόρηση | τις | βυθοκορήσεις |
κλητική | βυθοκόρηση | βυθοκορήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βυθοκορήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βυθοκόρηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βυθοκόρηση
|