Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lieben
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
lieben
<
μέση άνω γερμανική
lieben
<
παλαιά άνω γερμανική
liuben
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈliːbn̩
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
lie‐ben
Ρήμα
επεξεργασία
lieben
(de)
αγαπώ
Συγγενικά
επεξεργασία
Liebe
liebebedürftig
liebenswert
liebenswürdig
liebenswürdigerweise
Liebenswürdigkeit
lieber
Liebesbrief
Liebesdienst
Liebeserklärung
Liebeskummer
Liebespaar
Liebesroman
liebevoll
Liebhaber
Liebhaberei
liebkosen
lieblich
Liebling
Lieblings-