αγάπανθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγάπανθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική agapanthus < αρχαία ελληνική ἀγάπη + -anthus (> αρχαία ελληνική ἄνθος)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɣa.pan.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γά‐παν‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγάπανθος αρσενικό
- (λουλούδι) είδος καλλωπιστικού φυτού, κονδυλώδους, με λευκά και μωβ ή γαλάζια άνθη
- ※ Στα πιο ζεστά μέρη της χώρας μας, αυτή την εποχή αρχίζει να ανθοφορεί σε κυανούς και σπανιότερα λευκούς τόνους ένα σχετικά άγνωστο, ποώδες και πολυετές φυτό με χτυπητό όνομα, ο αγάπανθος.
- Ορέστης Δαβίας, Αγάπανθος: Το φυτό-ερωτικό φίλτρο για να φυτέψετε στο μπαλκόνι σας, Η Καθημερινή, 26 Μαΐου 2023
- ※ Στα πιο ζεστά μέρη της χώρας μας, αυτή την εποχή αρχίζει να ανθοφορεί σε κυανούς και σπανιότερα λευκούς τόνους ένα σχετικά άγνωστο, ποώδες και πολυετές φυτό με χτυπητό όνομα, ο αγάπανθος.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αγάπανθος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγάπανθος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγάπανθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγάπανθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)