Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγάπανθος οι αγάπανθοι
      γενική του αγάπανθου των αγάπανθων
    αιτιατική τον αγάπανθο τους αγάπανθους
     κλητική αγάπανθε αγάπανθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αγάπανθος Νότιας Αφρικής

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγάπανθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική agapanthus < αρχαία ελληνική ἀγάπη + -anthus (> αρχαία ελληνική ἄνθος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɣa.pan.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γά‐παν‐θος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγάπανθος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία