↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγάπανθος οι αγάπανθοι
      γενική του αγάπανθου των αγάπανθων
    αιτιατική τον αγάπανθο τους αγάπανθους
     κλητική αγάπανθε αγάπανθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγάπανθος Νότιας Αφρικής

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγάπανθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική agapanthus < αρχαία ελληνική ἀγάπη + -anthus (> αρχαία ελληνική ἄνθος)[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈɣa.pan.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γά‐παν‐θος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγάπανθος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγάπανθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγάπανθοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)