↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρίνος του Νείλου οι κρίνοι του Νείλου
      γενική του κρίνου του Νείλου των κρίνων του Νείλου
    αιτιατική τον κρίνο του Νείλου τους κρίνους του Νείλου
     κλητική κρίνε του Νείλου κρίνοι του Νείλου
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρίνος του Νείλου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lily of the Nile. → δείτε τις λέξεις κρίνος και Νείλος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾi.nos tu‿ˈni.lu/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κρίνος του Νείλου αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγάπανθοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)