↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφρικανικός κρίνος οι αφρικανικοί κρίνοι
      γενική του αφρικανικού κρίνου των αφρικανικών κρίνων
    αιτιατική τον αφρικανικό κρίνο τους αφρικανικούς κρίνους
     κλητική αφρικανικέ κρίνε αφρικανικοί κρίνοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφρικανικός κρίνος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική African lily. → δείτε τις λέξεις αφρικανικός και κρίνος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fɾi.ka.niˈkos ˈkɾi.nos/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αφρικανικός κρίνος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγάπανθοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)