ἀγάπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγάπη < ἀγαπάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγάπη θηλυκό
- η ψυχική κλίση, διάθεση του αγαπάω
- η στοργική διάθεση θεού προς ανθρώπους και αντίστροφα
- φιλαδελφία, φιλανθρωπία
Πηγές
επεξεργασία- ἀγάπη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγάπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.