Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγάπη < ἀγαπάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγάπη θηλυκό

  1. η ψυχική κλίση, διάθεση του αγαπάω
  2. η στοργική διάθεση θεού προς ανθρώπους και αντίστροφα
  3. φιλαδελφία, φιλανθρωπία