Ετυμολογία

επεξεργασία
love < μέση αγγλική love < αγγλοσαξονική lufu

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lʌv/ & /lɐv/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
love loves

love (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αγάπη, ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης
    ⮡  fatherly/motherly/brotherly love - πατρική/μητρική/αδερφική αγάπη
    ⮡  pure/sincere/eternal love - αγνή/άδολη/αιώνια αγάπη
    ⮡  Her blind love for her son makes her not see his flaws.
    Η τυφλή αγάπη της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του.
  2. (μη μετρήσιμο) η αγάπη, ο έρωτας, ερωτικό συναίσθημα
    ⮡  He showed her his love at every opportunity.
    Της έδειχνε σε κάθε ευκαιρία την αγάπη του.
    ⮡  love at first sight - κεραυνοβόλος έρωτας
    ⮡  They are marrying out of love.
    Παντρεύονται από έρωτα.
    ⮡  He is in love with her.
    Είναι ερωτευμένος μαζί της.
    ⮡  When you are in love with somebody, you have to trust them, not be jealous of them.
    Όταν είσαι ερωτευμένος με κάποιον, πρέπει να τον εμπιστεύεσαι, όχι να τον ζηλεύεις.
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αγάπη, μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον για κάτι που μας προκαλεί ευχαρίστηση
    ⮡  love of art/science/sports - αγάπη για την τέχνη/την επιστήμη/τα σπορ
    ⮡  He has a special love for music.
    Έχει ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική.
  4. η αγάπη, ο αγαπημένος, αγαπημένο πρόσωπο
    ⮡  Maria was his first love.
    Η Μαρία ήταν η πρώτη του αγάπη.
    ⮡  Come, my love!
    Έλα, αγαπημένη μου!
ενεστώτας love
γ΄ ενικό ενεστώτα loves
αόριστος loved
παθητική μετοχή loved
ενεργητική μετοχή loving

love (en)

  1. αγαπάω, αισθάνομαι για κάποιον ή για κάτι αγάπη
    ⮡  I have never loved anyone else more than you.
    Δεν έχω αγαπήσει πότε κανέναν άλλον περισσότερο από εσένα.
  2. αγαπάω, μου αρέσει πολύ
    ⮡  I love music.
    Αγαπώ τη μουσική.
  3. (would love) πολύ θα το ήθελα
    ⮡  I would love to go but I don’t have time.
    Πολύ θα ήθελα να πάω αλλά δεν έχω χρόνο.