love
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
love | loves |
love (en)
- η αγάπη
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | love |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loves |
αόριστος | loved |
παθητική μετοχή | loved |
ενεργητική μετοχή | loving |
love (en)