love
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- love < μέση αγγλική love < αγγλοσαξονική lufu
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
love | loves |
love (en)
- (μη μετρήσιμο) η αγάπη, ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης
- ⮡ fatherly/motherly/brotherly love - πατρική/μητρική/αδερφική αγάπη
- ⮡ pure/sincere/eternal love - αγνή/άδολη/αιώνια αγάπη
- ⮡ Her blind love for her son makes her not see his flaws.
- Η τυφλή αγάπη της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του.
- (μη μετρήσιμο) η αγάπη, ο έρωτας, ερωτικό συναίσθημα
- ⮡ He showed her his love at every opportunity.
- Της έδειχνε σε κάθε ευκαιρία την αγάπη του.
- ⮡ love at first sight - κεραυνοβόλος έρωτας
- ⮡ They are marrying out of love.
- Παντρεύονται από έρωτα.
- ⮡ He is in love with her.
- Είναι ερωτευμένος μαζί της.
- ⮡ When you are in love with somebody, you have to trust them, not be jealous of them.
- Όταν είσαι ερωτευμένος με κάποιον, πρέπει να τον εμπιστεύεσαι, όχι να τον ζηλεύεις.
- ⮡ He showed her his love at every opportunity.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αγάπη, μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον για κάτι που μας προκαλεί ευχαρίστηση
- ⮡ love of art/science/sports - αγάπη για την τέχνη/την επιστήμη/τα σπορ
- ⮡ He has a special love for music.
- Έχει ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική.
- η αγάπη, ο αγαπημένος, αγαπημένο πρόσωπο
- ⮡ Maria was his first love.
- Η Μαρία ήταν η πρώτη του αγάπη.
- ⮡ Come, my love!
- Έλα, αγαπημένη μου!
- ⮡ Maria was his first love.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | love |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loves |
αόριστος | loved |
παθητική μετοχή | loved |
ενεργητική μετοχή | loving |
love (en)
- αγαπάω, αισθάνομαι για κάποιον ή για κάτι αγάπη
- ⮡ I have never loved anyone else more than you.
- Δεν έχω αγαπήσει πότε κανέναν άλλον περισσότερο από εσένα.
- ⮡ I have never loved anyone else more than you.
- αγαπάω, μου αρέσει πολύ
- ⮡ I love music.
- Αγαπώ τη μουσική.
- ⮡ I love music.
- (would love) πολύ θα το ήθελα
- ⮡ I would love to go but I don’t have time.
- Πολύ θα ήθελα να πάω αλλά δεν έχω χρόνο.
- ⮡ I would love to go but I don’t have time.