Προφορά

επεξεργασία
 

любить (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο люби́ть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό люби́ть люби́ться
συνοπτικό полюби́ть полюби́ться
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду люби́ть бу́дем люби́ть
β' πρόσ. бу́дешь люби́ть бу́дете люби́ть
γ' πρόσ. бу́дет люби́ть бу́дут люби́ть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. люблю́ лю́бим
β' πρόσ. лю́бишь лю́бите
γ' πρόσ. лю́бит лю́бят
προστακτική люби́ люби́те
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής лю́бящий
μετοχή ενεστώτα παθητικής люби́мый
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα любя́
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό люби́л люби́ли
θηλυκό люби́ла
ουδέτερο люби́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής люби́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα
παράγωγα ουσιαστικά любо́вь, люби́тель

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"